- ψυχοβλαβής
- -ές, ΝΜΑαυτός που βλάπτει την ψυχήνεοελλ.φρενοβλαβής.επίρρ...ψυχοβλαβῶς ΜΑμε ψυχική βλάβη.[ΕΤΥΜΟΛ. < ψυχή + -βλαβής (< βλάβη), πρβλ. φρενο-βλαβής].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
βλάβη — Η κατά παράβαση του νόμου, ή συμβατικής υποχρέωσης, πρόκληση ζημίας σε άλλο πρόσωπο. Προϋποτίθεται ότι μεσολάβησε προσβολή ενός ξένου συμφέροντος που προστατεύεται από το δίκαιο. Η προσβολή αυτή μπορεί να προέρχεται είτε από τη μη εκπλήρωση… … Dictionary of Greek
ψυχή — I Λεπιδόπτερο έντομο της οικογένειας των ψυχιδών. Το γένος αυτό αριθμεί πολλά είδη, που ζουν κυρίως στην Ευρώπη. Το χαρακτηριστικότερο γνώρισμα των ψ. είναι ο γεννητικός του διμορφισμός. Τα αρσενικά έχουν φτερά και χνουδωτό σώμα και πετούν συχνά… … Dictionary of Greek